Ήρωες: Η Άννα, η μαμά της, ο μπαμπάς της, οι αδερφές της, Ο γυμνασιάρχης, η γυμανάστρια, ο φιλόλογος, η Αγγέλα, ο Γιώργος, ο Μάριο
Είδος Βιβλίου και κειμένου: Νεανική λογοτεχνία, μυθηστόρημα
Κάποια λόγια για το βιβλίο: Η Άννα είναι ένα δεκατριάχρονο κορίστι και πήγεναι γυμνάσιο, δηλαδή γυμνασιοκόριτσο. Στο γυμνάσιο τους έλεγαν να μην κάνουν σχέσεις τα κορίτσια με τα αγόρια. Ο Μάριο όμως ένα καινούργιο παιδί που ήρθε στη τάξη τους και νέος γείτονας της Άννας παρόλο που οι καθηγητες έλεγαν να μη βρίσκονταν σε επαφή τα κορίστια με τα αγόρια εκείνος συνομιλούσε με την Άννα. Η Άννα είχε πάρα πολύ καλή σχέση με το φιλολογο στο γυμνάσιο. Ο φιλόλογος της είχε ζητήσει να της κάνει ένα πορτρέτο. Το παπούτσι της Άννας είχε τρυπήσει και έτσι πήγε στον τσαγάρη. Ο τσαγάρης της είπε πως θα το φτιάξει σε καμιά ώρα.
- Μα το φοράω μια τρυπίτσα είναι όλη και όλη.
Εκείνος σήκωσε να τα μάτια του από τον πάγκο και κοίταξε καλά καλά.
- Για που το 'βαλες και στολίστηκες έτσι;
Η Άννα τότε κοκκίνησε.
- Έλα μέσα άντε θα σου το φτιάξω τωρα Κλείσε την πόρτα. Εδώ έλα για το δω. Βάλε το πόδι σου εδώ πάνω.Η Άννα έβαλε το πόδι της πάνω στο τραπεζάκι που έδιξε.
- Κύριε Στεφανε βιάζομαι.
-Κάτσε εκεί και έρχομαι εγώ της είπε, μη κουνήσεις το πόδι σου.
- Δε το βρίσκω το τρυπιτήρι. Για να δω μήπως μπορώ να το τρυπήσω με την ίδια μου την εγκράφα.
έφερε τα δύο του χέρια γύρω στην Άννα, έγγυρε περισσότερο και έπιασε το λουράκι της Άννας.
- Δύσκολη δουλειά έκανε ο τσαγάρης ξεφυσώντας.
- Θέλετε να έρθω άλλη φορά που θα έχετε βρει το τρυπιτήρι σας;
- Μην κουνιέσαι της είπε με βραχνή φωνή σπρόχνωντας το λουράκι στην καρφίτσα της εγκράφας. Τα χέρια του γλυστρούσαν από το λουράκι με όλο του το βάρος κι πότε έπεφτε βαρύς πάνω στην Άννα και αυτή έννιωθε στενάχωρα Και εκείνος έσπρωχνε ρυθμική και ατέλειωτα...
Κάποια στιγμή άνοιξε η πόρτα του τσαγάρη άνοιξε απότομα και η Άννα πετάχτηκε έξω
αγριεμένη, με ορθάνοιχτα τα μάτια Δεν τα έκλεινε γιατί θα κυλούσαν δάκρυα. Όταν έφτασε στο σπίτι του φιλόλογου για να συνεχίσουντο πορτρέτο η Άννα ήταν έτοιμη να κλάψει μόλις την είδαν την Άννα ο φιλόλογος και η Σοφία η γυναίκα του της έλεγαν να κλάψει.- Κλάψε Φανή μου ( όπως τη φώναζαν οι καθηγητές ) κλάψε.
Την άλλη μέρα η Άννα πήγε ξανα στον φιλόλογο και εκείνος την υποδέχτηκε σαν νε μην είχε συμβεί τίποτα απολύτως Τη ρώτησε για το πασχαλινό βιβλίο, για το πασχαλινό αρνί, για τις αδερφές της... Και η Άννα απαντούσε σαν μαν είχε συμβεί τίποτα Όταν τελείωσαν τη συζήτηση, και ο φιλόλογος άρχισε το πορτρέτο, τα μάτια της Άννας απέφευγαν τη ματιά του.
- Φανή να με κοιτάζεις όπως σου έχω δίξει.
Και πλησιαζοντας την έκανε να πιάσει το σαγόνι της εκείνη τραβήχτηκε απότομα .
- Ξέρω του είπε.
- Καλά στάσου όπως ξέρεις Αλλά αν είσε κακοδιάθετη μπορούμε να το τελειώσουμε άλλη μέρα λίγο μας έμεινε τώρα πια.
- Καλά είμε είπε εκείνη και στάθηκε όπως έπρεπε.
Εκείνος γύρισε στο καβαλέτο και τη κοίταξε .
- Άννα φένεσαι κλαμένη.
- Δεν έκλαψα απάντησε η Άννα κοφτα, ενώ το << Άν
να >> κουδούνιζε ακόμη στα αυτιά της.
- Το ξέρω εννοώ μέσα σου. Δεν ξέρω αν με κατάλαβες. Και αυτό είναι το χειρότερο κλάμα ενός παιδιού.
- Δεν είμαι παιδί
- Είσαι ΚΑΙ παιδί. Τώρα που μεγαλώνεις. Δεν είναι εύκολο να μεγαλώσεις. Μόνο προσπάθησε να κρατήσεις το παιδί μέσα σου. Μην αφήσεις κανέναν να σου το σκοτώσει. Κανέναν.
Είσε ΚΑΙ παιδί. Πάντα θα είσαι ΚΑΙ παιδί. Να το θυμάσε αυτό. Όσο μεγάλη και αν γίνεις. Μου το υπόσχεσαι;
Η Άννα κούνησε το κεφάλι της προς τα κάτω και ο κόμπος που είχε χτες στον λαιμό της ανέβηκε στα μάτια της και την πλημμύριζαν.
- Κλάψε καλή μου. Κλάψε, μουρμουριζε ο φιλόλογος και της έδωσε το μάντηλι του.
όταν τελείωσαν το πορτρέτο ήθελε να το κρατήσει. Αλλά άρεσε πολύ στην Άννα και έτσι της το χάρεισε.
Το βράδυ οι γονείς της Άννας καθώς ήταν όλοι τους στο τραπέζι να φάνε, η μητέρα τής της είπε πως έπρεπε να φύγουν από εδώ και να πάνε στην Αθήνα. Η Άννα λυπήθηκε και δεν ήθελε να φύγει, δεν ήθελε να αφήσει τους φίλους και τους καθηγητές της. Η μόνη που το ήξερε αυτό ήταν η φίλη της η Αγγέλα, η Άννα δεν ήθελε να χεταιτήσει κανέναν, ούτε καν τον φιλόλογο. Ο φιλόλογος την είδε στον διαγωνισμό σκυτάλης και τη ρώτησε:
- Θα φύγεις έτσι χωρίς να με χεραιτήσεις;
- Ε... ψάχνω τη δεσποινής Αρβανίτου να της δώσω το βραβείο.
- Άννα θα έφευγες έτσι;
- Που το μάθατε πως φεύγω;
- Ο πατέρρας σου ήρθε τις προάλες για να με ρωτήσει τι χρειάζεται για τη μεταγραφή σου.
- Δεν ήθελα να χεραιτήσω κανέναν.
- Ούτε εμένα;
Μια ατελείωτη σιωπή μες τη βουή του γηπεδού.
- Άννα εκεί που θα πας θα σου είναι δύσκολο στην αρχή, αλλά εσύ θα τα καταφερεις θα δεις। Μόνο ποσχεθειθέλω να θυμάσε κάτι Μου το 'χεις υποσχεθεί. Μην αφήσεις Άννα να σου σκοτώσουν το παιδί μέσα σου. Είσαι ΚΑΙ παιδί. Να είσαι ΠΑΝΤΑ παιδί. Όσο και αν μεγαλώσεις. Θα το θυμάσε Άννα;
Πoτέ δεν το ξέχασα Δάσκαλε.
Ούτε εσένα.
Τι μου έκανε εντύπωση: Όλα!!!!!!!!!
Σημείωση: Την εποχή εκείνη το γυμνάσιο ξεκινούσε από τη Τρίτη τάξη και τελείωνε στην Ογδόη.